Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

αναγκάζω υποχρεώνω

  • 1 заставить

    заставить, заставлять αναγκάζω υποχρεώνω (обязать) простите, что заставил себя долго ждать με συγχωρείτε που σας ανάγκασα να περιμένετε
    * * *
    = заставлять
    αναγκάζω; υποχρεώνω ( обязать)

    прости́те, что заста́вил себя́ до́лго ждать — με συγχωρείτε που σας ανάγκασα να περιμένετε

    Русско-греческий словарь > заставить

  • 2 вынудить

    вынудить, вынуждать (εξ)α ναγκάζω, υποχρεώνω, βιάζω я вынужден... είμαι αναγκασ μένος...
    * * *
    = вынуждать
    (εξ)αναγκάζω, υποχρεώνω, βιάζω

    я вы́нужден... — είμαι αναγκασμένος...

    Русско-греческий словарь > вынудить

  • 3 заставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. καταλαμβάνω, πιάνω χώρο.
    2. φράζω, κλείνω, εμποδίζω.
    3. βάζω, τοποθετώ τα πράγματα όπου λάχει.
    (δια)χωρίζομαι•

    заставить ширмой χωρίζομαι με παραβάν.

    || (για χώρο) καταλαμβάνομαι, πιάνομαι.
    -влю, -вишь
    ρ.σ.
    (εξ)αναγκάζω, υποχρεώνω•

    заставить работать υποχρεώνω να δουλεύει•

    он не -ит адать себя αυτός δεν αργεί, κάνει γρήγορα•

    он не -ит просить себя αυτός δεν ρωτά τον εαυτό του, εκτελεί πρόθυμα•

    он -ил вдать себя, просить себя αυτός τον υποχρέωσε να περιμένει, να παρακαλέσει.

    Большой русско-греческий словарь > заставить

  • 4 принуждать

    (εξ)αναγκάζω, υποχρεώνω, καταναγκάζω, επιβάλλω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > принуждать

  • 5 вынудить

    вынудить
    сов, вынуждать несов ἐξαναγκάζω, καταναγκάζω, ἀναγκάζω, ὑποχρεώνω.

    Русско-новогреческий словарь > вынудить

  • 6 засадить

    -сажу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φυτεύω•

    засадить плодовыми деревьями φυτεύω μέ καρποφόρα δέντρα.

    2. εγκλείω, κλείνω μέσα, φυλακίζω•

    -ли его на два года τον έβαλαν δυο χρόνια φυλακή.

    3. αναγκάζω, υποχρεώνω•

    засадить за работу στρώνω στη δουλειά.

    4. χώνω, μπήγω• - топор в бревно μπήγω το τσεκούρι στο κούτσουρο.

    Большой русско-греческий словарь > засадить

  • 7 посадишь

    ρ.σ.μ.
    1. φυτεύω•

    посадишь яблоню φυτεύω μηλιά.; посадишь цветы φυτεύω λουλούδια.

    2. καθίζω, βάζω (βοηθώ) να καθίσει.
    3. αναγκάζω, υποχρεώνω•

    посадишь ребнка на уроки βάζω το παιδάκι να κάνει τα μαθήματα.

    || επιβιβάζω, μπαρκάρω παρέχω θέση. || διορίζω, τοποθετώ. || καθορίζω•

    посадишь больного на диету καθορίζω δίαιτα για τον άρρωστο.

    4. θέτω•

    посадишь под арест βάζω υπο κράτηση•

    посадишь в тюрьму φυλακίζω•

    посадишь собаку на цепь δένω το σκυλί με την αλυσίδα.

    5. προσγειώνω. || (για σκάφος) προσκρούω, καθίζω. || φορώ, ντύνω.
    7. επιθέτω•

    посадишь заплату βάζω μπάλωμα, μπαλώνω.

    8. εγκατασταίνω•

    посадишь на землю εγκατασταίνω σε μόνιμη διαμονή (μη νομαδική).

    Большой русско-греческий словарь > посадишь

  • 8 протурить

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) διώχνω. || αναγκάζω, υποχρεώνω να πάει.

    Большой русско-греческий словарь > протурить

  • 9 обязать

    υποχρεώνω, αναγκάζω, επιβάλλω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обязать

  • 10 принудить

    -нулу, -нудишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принужденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    υποχρεώνω, αναγκάζω, εξαναγκάζω, επιβάλλω με το ζόρι, με το στανιό•

    меня -ли это сделать με εξανάγκασαν να το κάνω αυτό•

    принудить силой υποχρεώνω με τη β ία•

    его -ли к молчанию τον υποχρέωσαν να το βουλώσει, να βουβαθεί (να σιγήσει).

    Большой русско-греческий словарь > принудить

  • 11 заставлять

    заставлять I
    несов (принуждать) ὑποχρεώνω κάποιον νά.../ (κατ)αναγκάζω (обязывать):
    он не \заставлятьет себя долго ждать Ερχεται στήν ὠρα του· ◊ все это \заставлятьет думать, что... ὅλα δείχνουν δτι...
    заставлять II
    несов
    1. (загромождать) παραφορτώνω, στοιβάζω·
    2. (загораживать) φράζω, βουλώνω, φράττω, ἐμφράσσω.

    Русско-новогреческий словарь > заставлять

  • 12 вынудить

    -нужу, -нудишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вынужденный, βρ: -ден, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. υποχρεώνω, αναγκάζω, εξαναγκάζω• ζορίζω.
    2. κατορθώνω, πετυχαίνω με εξαναγκασμό.

    Большой русско-греческий словарь > вынудить

  • 13 неволить

    ρ.δ.μ. αναγκάζω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω, ζορίζω επιβάλλω, βιάζω καταδυναστεύω, καθυποτάσσω.

    Большой русско-греческий словарь > неволить

  • 14 нудить

    нужу, нудишь
    ρ.δ.μ. παλ.
    1. αναγκάζω, εξαναγκάζω, υποχρεώνω, ζορίζω.
    2. κοπιάζω, κουράζω, καταπονώ εξαντλώ.
    1. ανιώ, πλήττω, βαριέμαι (από έλλειψη ενασχόλησης).
    2. υποχρεώνομαι, (εξ)αναγκάζομαι (να κάνω κάτι).

    Большой русско-греческий словарь > нудить

  • 15 пичкать

    ρ.δ.μ. παραταΐζω• παρατρέφω. || μτφ. υποχρεώνω, αναγκάζω.

    Большой русско-греческий словарь > пичкать

  • 16 погонять

    ρ.σ.μ. κεντρίζω, σαλαγώ, οδηγώ, βιάζω, αναγκάζω να τρέξει. || μτφ. υποχρεώνω, εξαναγάζω, πιέζω, σφίγγω.
    οδηγούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ρ.σ.μ.
    βλ. погоняь1 (για λίγο)., погонять лошадь на корде βγάζω το άλογο στη βοσκήμε την τριχιά (δεμένο).
    επιδιώκω, επιζητώ, κυνηγώ.

    Большой русско-греческий словарь > погонять

  • 17 торопить

    -роплго, -решишь
    ρ.δ.
    1. βιάζω, υποχρεώνω τη γρήγορη εκτέλεση έργου, υπόθεσης κ.τ.τ.
    2. επισπεύδω, επιταχύνω. || πιέζω να κάνει γρήγορα. || ωθώ, σπρώχνω, αναγκάζω.
    βιάζομαι, επείγομαι, σπεύδω•

    куда ты -ишься? για που βιάζεσαι;•

    не -йтесь! μη βιάζεστε!

    εκφρ.
    не -пясь – αβίαστα, αργά.

    Большой русско-греческий словарь > торопить

См. также в других словарях:

  • αναγκάζω — (Α ἀναγκάζω) 1. πιέζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι, επιβάλλω με τη βία 2. παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω μσν. νεοελλ. πιέζω κάποιον στενοχωρώντας τον, τόν στενοχωρώ, τόν φέρνω σε δύσκολη θέση αρχ. ισχυρίζομαι, επιμένω ότι κάτι… …   Dictionary of Greek

  • υποχρεώνω — υποχρέωσα, υποχρεώθηκα, υποχρεωμένος 1. κάνω κάποιον υπόχρεο (βλ. λ.) να πράξει, τον αναγκάζω. 2. επιβάλλω σε κάποιον κάτι. 3. κάνω κάποιον να αισθάνεται ευγνωμοσύνη σ’ εμένα: Με υποχρεώσατε με την εξυπηρέτηση. 4. η μτχ. παθ. πρκ., υποχρεωμένος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξέργω — ἐξέργω> αττ. τ. ἐξείργω (Α) [έργω] 1. αποκλείω («τούτους οὖν ἐξείργει ἀπὸ τοῡ βήματος», Αισχίν.) 2. διώχνω κάποιον, τόν κλείνω έξω («τοὺς συκοφάντας οὐ θύραζ ἐξείρξετε;», Αριστοφ.) 3. εμποδίζω («οὐδέν ἐξείργει νόμος», Ευρ.) 4. αναγκάζω,… …   Dictionary of Greek

  • καταλαμβάνω — (AM καταλαμβάνω) 1. γίνομαι κύριος ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, κατακτώ (α. «ο στρατός κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.) 2. παίρνω κάτι στην κυριότητά μου, εξουσιάζω (α. «κατέλαβε την καρδιά της» β. «κατέλαβον τὴν τοῡ …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • εξαναγκάζω — (AM ἐξαναγκάζω) επιβάλλω, υποχρεώνω, αναγκάζω με σωματική ή ψυχολογική βία, καταναγκάζω α. «η επιμονή του μέ εξανάγκασε να δεχθώ» β. «μήν τηνε ξαναγκάσουσι κι ένα μαχαίρι πιάσει και μπήξει το μες στην καρδιά», Ερωτόκρ.) αρχ. 1. προκαλώ την έξοδο… …   Dictionary of Greek

  • κατεγγυώ — κατεγγυῶ, άω (Α) 1. (για πατέρα που δίνει την κόρη του σε γάμο) υπόσχομαι να δώσω, μνηστεύω, αρραβωνιάζω («σοὶ δὲ παῑδ ἐγὼ κατεγγυῶ», Ευρ.) 2. (ως αττ. νομ. όρος) καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, αναγκάζω κάποιον να δώσει εγγύηση (α. «κατηγγύησεν αὐτὴν… …   Dictionary of Greek

  • κατεπείγω — (AM κατεπείγω) 1. επείγω υπερβολικά, πιέζω πολύ, δεν επιδέχομαι αναβολή, έχω βιασύνη ή ενέχω στοιχεία ή ιδιότητες που απαιτούν σπουδή (α. «τα έγγραφα αυτα κατεπείγουν» β. «οὔτε τι κωλύει, οὔτε κατεπείγει», Ιπποκρ.) 2. μέσ. κατεπείγομαι σπεύδω… …   Dictionary of Greek

  • κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… …   Dictionary of Greek

  • εξαναγκάζω — εξανάγκασα, εξαναγκάστηκα, εξαναγκασμένος, μτβ., αναγκάζω με τη βία, υποχρεώνω, βιάζω: Εξαναγκάστηκε να παραιτηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»